σκωληκοειδοῦς

σκωληκοειδοῦς
σκωληκοειδής
worm-shaped
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκωληκοειδίτιδα — (Ιατρ.). Η προσβολή της σκωληκοειδούς από φλεγμονώδη διεργασία. Πρόκειται για πάθηση εξαιρετικά διαδομένη, ιδιαίτερα στους πιο εξελιγμένους λαούς· φαίνεται ότι αυτό οφείλεται στις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, γι αυτό π.χ. στους Κινέζους… …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • οξυουρίαση — (Ιατρ.). Παρασιτική νόσος, που οφείλεται στην ύπαρξη οξύουρου στο έντερο του ανθρώπου. Παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες αλλά περισσότερο προσβάλλει τα παιδιά. Το κύριο χαρακτηριστικό της νόσου είναι η χρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου του ορθού και …   Dictionary of Greek

  • σκωληκοειδεκτομή — και σκωληκοειδεκτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική αφαίρεση τής σκωληκοειδούς αποφύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοειδής + εκτομή] …   Dictionary of Greek

  • σκωληκοειδίτιδα — σκωληκοειδίτιδα, η και σκωληκοειδίτης, ο φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”